Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Η ΑΒΑΣΤΑΧΤΗ ΕΛΑΦΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ



1.      Αυτός που, ακόμη και εν αγνοία του,
διέπραξε ή συνέπραξε σε ένα έγκλημα,
είναι εγκληματίας και συνεπώς ένοχος

"Όποιος νομίζει ότι τα Κομμουνιστικά Καθεστώτα τα οργάνωσαν εγκληματίες παραβλέπει μια βασική αλήθεια: τα εγκληματικά αυτά καθεστώτα τα εδραίωσαν ενθουσιώδεις ιδεοληπτικοί που νόμιζαν ότι ανακάλυψαν τον δρόμο για τον παράδεισο. Και υπερασπίστηκαν με σθένος αυτόν τον δρόμο ακόμη κι αν στην πορεία έπρεπε να εκτελέσουν πολλούς.

Αργότερα οι λαοί κατάλαβαν ότι ο παράδεισoς που υπόσχονταν δεν υπήρχε και συνεπώς οι ενθουσιώδεις ιδεοληπτικοί ήταν δολοφόνοι. Τότε άρχισαν να τους φωνάζουν: "Είσαστε υπεύθυνοι για τις δυστυχίες της χώρας, για την φτώχεια και την διεθνή απομόνωση, για  την απώλεια της ανεξαρτησίας της, για τα δικαστικά εγκλήματα!" Αλλά αυτοί είχαν έτοιμη την απάντηση: "Δεν ξέραμε! Εξαπατηθήκαμε! Είμαστε ιδεολόγοι! Είμαστε αθώοι! Έχουμε την συνείδησή μας καθαρή!" Στο τέλος κατάφεραν να περιοριστεί η διαμάχη στο εξής ερώτημα: Πράγματι δεν ήξεραν ή θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι δεν ήξεραν;

Ο Τόμας παρακολουθούσε από κοντά την διαμάχη (όπως και τα δέκα εκατομμύρια Τσέχοι συμπατριώτες του) και πίστευε ότι οι περισσότεροι κομμουνιστές μπορεί πράγματι να μην ήξεραν για τις ακρότητες στην Σοβιετική Ρωσία, αλλά, σκεπτόταν, το θέμα δεν είναι αν κάποιος ήξερε ή δεν ήξερε. Το θέμα είναι εάν κάποιος είναι αθώος επειδή δεν ήξερε.

Απαλλάσσεται ένας ηλίθιος από κάθε ευθύνη απλά και μόνο επειδή είναι ηλίθιος; Απαλλάσσεται ο Τσέχος δημόσιος κατήγορος που καταδίκασε σε θάνατο αθώους επειδή τον εξαπάτησε η ρωσική μυστική αστυνομία και η κυβέρνησή του με πλαστά στοιχεία; Μπορεί να χτυπάει το στήθος του και να λέει "Η συνείδησή μου είναι καθαρή! Δεν ήξερα! Πείστηκα!" ; Αυτό το «δεν ήξερα» δεν είναι στη ρίζα της ανεπανόρθωτης ενοχής του;

Αυτές οι σκέψεις έκαναν τον Τόμας να θυμηθεί τον Οιδίποδα. Ο Οιδίποδας πραγματικά βρισκόταν σε άγνοια. Αλλά όταν συνειδητοποίησε τα εγκλήματα που είχε διαπράξει «χωρίς να ξέρει» και τις συνέπειές τους στην πόλη δεν αισθάνθηκε αθώος. Έβγαλε τα μάτια του με τα ίδια του τα χέρια κι έφυγε μακριά από την Θήβα τυφλός και πλάνητας.

 Όταν λοιπόν ο Τόμας άκουγε τους Κομμουνιστές να φωνάζουν για να υπερασπιστούν την αγνότητα της ψυχής έλεγε από μέσα του: "Αποτέλεσμα του δικού σας «Δεν ξέραμε» είναι ότι η χώρα έχασε την ελευθερία της, ίσως για πάντα, κι εσείς φωνάζετε ότι δεν αισθάνεστε ένοχοι; Πώς αντέχετε να βλέπετε τα έργα σας; Δεν τρομάζετε; Δεν έχετε μάτια να δείτε; Κι αν έχετε μάτια και βλέπετε γιατί δεν τα βγάζετε με τα ίδια σας τα χέρια και γιατί δεν φεύγετε αυτοεξόριστοι μακριά από την Θήβα;"

Αυτή η αναλογία τόσο πολύ άρεσε στον Τόμας που κάθισε κι έγραψε ένα κείμενο με τις σκέψεις του για την ενοχή αυτών που «δεν ήξεραν» και το έστειλε στην μικρή εβδομαδιαία εφημερίδα  της Ένωσης Τσέχων συγγραφέων που -και αυτοί- είχαν πέσει στην παγίδα να διερωτώνται : Ήξεραν ή δεν ήξεραν; Το άρθρο του Τόμας δεν τους καλοφάνηκε και το πετσόκοψαν σε βαθμό που δεν άρεσε πια στον Τόμας.

Όλα αυτά έγιναν την άνοιξη του 1968, όταν ο Ντούμτσεκ μαζί με άλλους Κομμουνιστές που ένιωθαν ένοχοι προσπαθούσαν να κάνουν κάτι για την ενοχή τους. Οι άλλοι όμως, αυτοί που διετράνωναν την αθωότητά τους, φοβόντουσαν την τιμωρία που τους επιφύλασσε ο θυμωμένος λαός και έτρεχαν στην Ρωσική πρεσβεία για βοήθεια. Κοιτάξτε, έλεγαν στους Ρώσους, τώρα μας λένε να βγάλουμε μόνοι μας τα μάτια μας. Σε δυο τρεις μήνες οι Σοβιετικοί αποφάσισαν ότι στα κράτη της δικής τους δικαιοδοσίας η ελευθερία του λόγου δεν ήταν ανεκτή, εισέβαλαν με στρατό και τανκς στην χώρα του Τόμας και την κατέλαβαν μέσα σε μια νύχτα."

2.      Δεν υπάρχει βιασμός χειρότερος από τον βιασμό της τιμής σου

            "Λίγο καιρό μετά την Ρωσική εισβολή ο προϊστάμενός του στο νοσοκομείο της Πράγας κάλεσε τον Τόμας και του είπε:
"Είσαι γιατρός και σπουδαίος επιστήμονας. Πολύ θα με στεναχωρούσε να σε χάσω και θα κάνω το παν για να σε κρατήσω εδώ. Αλλά πρέπει να ανακαλέσεις το άρθρο που έγραψες για τον Οιδίποδα. Είναι πολύ σπουδαίο αυτό το άρθρο για σένα;" "Για να είμαι ειλικρινής" είπε ο Τόμας "έτσι όπως δημοσιεύτηκε πετσοκομμένο μου είναι παντελώς αδιάφορο." "Καταλαβαίνεις όμως τι διακυβεύεται" του είπε ο αρχιχειρουργός.

            Ασφαλώς καταλάβαινε. Έπρεπε να σταθμίσει ανάμεσα στην τιμή του, που δεν του επέτρεπε να ανακαλέσει, και στην ιατρική του, που ήταν το νόημα της ζωής του. "Δώστε μου μια βδομάδα να το σκεφτώ" είπε ο Τόμας και το πράγμα έμεινε εκεί.

Ο Τόμας θεωρείτο ο καλύτερος χειρουργός του νοσοκομείου. Κυκλοφορούσε μάλιστα η φήμη ότι ο αρχιχειρουργός που πλησίαζε την συνταξιοδότηση θα του ζητούσε να πάρει την θέση του. Και όταν μαζί με αυτή την φήμη κυκλοφόρησε και η άλλη, ότι οι αρχές είχαν ζητήσει από τον Τόμας να ανακαλέσει, κανείς συνάδελφός του δεν αμφέβαλε ότι θα συμμορφωθεί.

Πρώτα πρώτα εκείνοι που ήδη είχαν ανακαλέσει (παρά την θέλησή τους, κανείς δεν κάτι τέτοιο με την θέλησή του)  άρχισαν να του χαμογελούν περίεργα, όπως όταν δυο καθώς πρέπει κύριοι τυχαία συναντηθούν στο μπορντέλο. Έπειτα άρχισαν να του χαμογελούν περίεργα εκείνοι που είχαν υποστεί διώξεις επειδή δεν θέλησαν να συμβιβαστούν με τις δυνάμεις κατοχής ή οι άλλοι που είχαν την πεποίθηση ότι εκείνοι θα αρνούνταν να συμβιβαστούν. Αυτοί οι τελευταίοι είχαν το υπεροπτικό χαμόγελο της ηθικής ανωτερότητας. Ξαφνικά ο Τόμας κατάλαβε: του χαμογελούσαν γιατί περίμεναν, μάλλον ήταν πεπεισμένοι, ότι θα ανακαλούσε.

Ο Τόμας δεν άντεχε τα χαμόγελα. Νόμιζε ότι του χαμογελούν και οι περαστικοί στον δρόμο. Είχε χάσει τον ύπνο του. Θύμωνε με τον εαυτό του. Ήταν παράλογο. Πώς αυτός που είχε τόσο χαμηλή εκτίμηση για τους άλλους άφηνε τον εαυτό του να επηρεάζεται από το τι σκέφτονταν γι’ αυτόν; Γιατί αυτός που αμφισβητούσε στον καθένα το δικαίωμα να του κατευθύνει την ζωή και να τον κρίνει, άφηνε τον εαυτό του στο έλεος του οποιουδήποτε;

Ένιωθε ότι οι άνθρωποι μιλούσαν γι’ αυτόν μέσα κι έξω από το νοσοκομείο. (Ήταν η εποχή που τα νέα για το ποιος πρόδωσε, ποιος αποκήρυξε τις ιδέες του και  ποιος συνεργάστηκε απλώνονταν με το σπασμένο τηλέφωνο μέσα στην νευρική ατμόσφαιρα της Πράγας.) Η κατάσταση του ήταν την αβάσταχτη, του δημιουργούσε πανικό, ήταν εφιαλτική.

Πήγε λοιπόν στον αρχιχειρουργό και του είπε ότι δεν σκοπεύει να ανακαλέσει ούτε λέξη."