ΟΙ ΠΟΝΤΙΟΙ ΚΑΙ Ο ΚΕΜΑΛ
Ο 20ός αιώνας βρήκε τον
ελληνισμό του Πόντου να έχει θεαματικό προβάδισμα συγκριτικά με τους Τούρκους
και τους Ρώσους στον οικονομικό και τον πνευματικό τομέα.
Οι ελληνικές
επιχειρήσεις διέθεταν εμπορικά υποκαταστήματα και πρακτορεία μεταφορών στη
Ρωσία, την Περσία, την Αγγλία, την Κωνσταντινούπολη, τη Μασσαλία και σε άλλες
μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. Η Τραπεζούντα αποτελούσε ακόμη και μετά την διάνυξη
της διώρυγας του Σουέζ το σταυροδρόμι της εμπορικής και τραπεζικής κίνησης
μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Στην Αμισό από τις 214 επιχειρήσεις της πόλης οι 156
ανήκαν στους Έλληνες. Στην Κερασούντα οι εφοπλιστικοί και εμπορικοί οίκοι των
Κωνσταντινίδη, Κακουλίδη, Σουρμελή και Πισσάνη ήταν καταξιωμένοι στα μεγάλα
εμπορικά κέντρα Ευρώπης.
Στις αρχές του 20ού
αιώνα δεν υπήρχε ποντιακό χωριό χωρίς δικό του σχολείο και δίκη του εκκλησία.
Σύμφωνα με τη στατιστική του Παναρέτου, το 1913 στις επαρχίες των έξι
μητροπόλεων του Πόντου λειτουργούσαν 1.890 εκκλησίες, 22 μοναστήρια, 1.647
παρεκκλήσια και 1.401 σχολεία με 85.890 μαθητές. Και στην Τραπεζούντα το «Φροντιστήριον»
μετρούσε τέσσερις ήδη δεκαετίες και συνέχιζε (φωτογραφία)
Για τους Νεότουρκους
και τους Κεμαλικούς αυτά ήταν απαράδεκτα. Η εκκαθάριση της Μ. Ασίας από το
ελληνικό στοιχείο έγινε πρώτιστη σκοπιμότητα και την πέτυχαν. Από τους 697.000
Πόντιους περισσότεροι από 353.000 (δηλαδή ποσοστό μεγαλύτερο από το 50%) ,
εξοντώθηκαν στις εξορίες, στις φυλακές στα «αμελέ ταμπουρού» (στρατόπεδα
εργασίας), στις αναγκαστικές οδοιπορίες μέσα στο χιόνι. Την γενοκτονία κήρυξε και οργάνωσε ο ίδιος ο Κεμάλ μόλις αποβιβάσθηκε
στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου 1919.