«Για ποιον xτυπά η καμπάνα»
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Hemingway πήγε εθελοντικά στην Ισπανία ως ανταποκριτής στην πλευρά των
δημοκρατικών όταν γινόταν ο εμφύλιος του ‘37-38. Η αποστολή του ως ανταποκριτή
ήταν ευκαιρία ή πρόσχημα, ήθελε να πάει γιατί ήταν δημοκράτης. Είδε πολλά όσο
έμεινε στην Ισπανία και άκουσε περισσότερα για σκληροτράχηλους ενόπλους, ξένους
πράκτορες, σαμποτέρ, αντίποινα, ιδεολόγους και αλήτες. Αυτά τα πολλά που είδε
και άκουσε έπρεπε, ήθελε να τα γράψει· κι έτσι έγραψε το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα».
Το ’41 που εκδόθηκε το
βιβλίο, οι καμπάνες δεν χτυπούσαν πια για την Ισπανία. Χτυπούσαν για την
κατεχόμενη Ευρώπη, όπου από την Γαλλία μέχρι την Πολωνία και από την Νορβηγία μέχρι
την Ελλάδα σκληροτράχηλοι ένοπλοι, ξένοι πράκτορες, σαμποτέρ, ιδεολόγοι και αλήτες
είχαν αρχίσει το αντάρτικο… και οι εχθροί τα αντίποινα. Έτσι το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» έγινε το μυθιστόρημα
– προάγγελος για τα όσα ακόμα θα συνέβαιναν. Γι’ αυτό «μη
ρωτήσεις ποτέ για ποιον χτυπά η καμπάνα, χτυπάει για σένα».
Παρακάτω είναι κάποια σημεία που δίνουν τον σφυγμό του
βιβλίου συντομευμένα και αποδοσμένα στα ελληνικά από μένα. Τα πιο ευαίσθητα
όμως σημεία, όπως τους εσωτερικούς μονόλογους του ήρωα και το κύριο μέρος της
συζήτησης περί διαφυγής με τον γέρο αντάρτη και την γυναίκα την Pilar, αυτά εν πολλοίς τα παραθέτω στο τέλος και από το πρωτότυπο (προς
αντιπαραβολή).
ΖΕΤΤΗ ΒΑΡΔΑΚΗ
Από το κεφάλαιο 1.
Ήταν Αμερικάνος καθηγητής. Είχε έρθει για να
πολεμήσει μαζί με τον δημοκρατικό στρατό γιατί μισούσε τον φασισμό. Ήξερε καλά την
γλώσσα και την χώρα· και ήξερε καλά από εκρηκτικά….
Από το
κεφάλαιο 11.
Το
πρωί δυο μέρες πριν την ανατίναξη της γέφυρας, μαζί με την γυναίκα την Pilar που τον έκρυβε στο
κρησφύγετο της ομάδας της και το κορίτσι την Maria, πήγαιναν να βρουν τον ορεσίβιο γερο- αντάρτη που η ομάδα του μαζί με
την ομάδα της γυναίκας θα τον βοηθούσαν να ανατινάξει την γέφυρα. Από τον νεαρό
αντάρτη που τους προϋπάντησε έμαθαν ότι όλη του η οικογένεια
και άλλοι στο χωριό του είχαν εκτελεσθεί για αντίποινα σε σαμποτάζ. Θυμήθηκε. Δεν
μίλησε όμως. Και δεν έπρεπε να αφήσει
τον εαυτό του να επηρεαστεί.
Ήταν παρτιζάνος. Κι οι παρτιζάνοι όφειλαν να
κάνουν την δουλειά τους και να φύγουν. Αυτό έκανε κι αυτός μετά από κάθε «εντολή»·
κρυβόταν μέχρι να νυχτώσει και έφευγε. Οι
χωρικοί που τον βοηθούσαν, τον φιλοξενούσαν που έτρωγε κι έπινε κρασί μαζί τους,
αν δεν κατάφερναν να διαφύγουν, και όλοι στο χωριό την άλλη μέρα αντιμετώπιζαν το
απόσπασμα· αλλά αυτός είχε πια φύγει. Μπορεί να το μάθαινε τυχαία, όπως τώρα, αλλά
κατά βάθος πάντα ήξερε. Όσο όμως κρατούσε
ο πόλεμος δεν τον έπαιρνε να σκέφτεται - μόνος στόχος ο πόλεμος· γιατί αν χανόταν
αυτός ο πόλεμος, θα χάνονταν όλοι κι όλα παντού. Έπρεπε λοιπόν τώρα να εκτελεί τις διαταγές και
να λογοκρίνει την σκέψη του, γιατί στον
πόλεμο - επαναλάμβανε στον εαυτό του- η σκέψη φέρνει ηττοπάθεια. Αργότερα μετά
τον πόλεμο όλα που είχε δει και είχε ακούσει θα τα σκεφτόταν και θα τα έκρινε, όλα
- και ήταν πολλά που ήθελε να σκεφθεί. Πολλά, πάρα πολλά.
Τώρα
και γι’ αυτήν την ανατίναξη χρειαζόταν τους βουνίσιους αντάρτες. Από τον γέρο,
λοιπόν, ζήτησε η ομάδα του να κόψουν τις επικοινωνίες, να σκοτώσουν τους φρουρούς
και να βρουν άλογα για να τα έχουν για τις μετακινήσεις τους το πρωί πριν την
ανατίναξη και μετά, για να απομακρυνθούν. Αντίστοιχες κινήσεις, είπε, θα έκανε και η ομάδα του Pablo, του άντρα της γυναίκας - αν δεν τους πρόδινε τελικά όλους ο άτιμος, σκέφθηκε
.
Αλλά
όταν ο γέρος τον ρώτησε αν είχε σχέδιο για την διαφυγή τους, δεν είχε τίποτα να
πει ούτε σ’ αυτόν ούτε στην γυναίκα. Όταν τον ρώτησαν αν έχει σχέδιο για τον
ίδιο, τους είπε ότι θα πήγαινε στην ζώνη που ήλεγχαν οι δημοκρατικοί. Αλλά Όχι
είπε στην γυναίκα, δεν μπορούσε να την πάρει μαζί του. Και Όχι είπε στον
γέρο η ανατίναξη δεν μπορούσε να γίνει την νύχτα, ώστε να είναι πιο εύκολη η διαφυγή. Έπρεπε να γίνει
την μεθεπομένη το πρωί συντονισμένα με την γενική επίθεση του ρώσου στρατηγού
του οποίου εκτελούσε διαταγές, όπως γράφει το χαρτί, και Ναι ξέρει τις δυσκολίες
διαφυγής τους επειδή η ανατίναξη θα γίνει μέρα και Ναι καταλαβαίνει ότι γι’
αυτόν που είναι ένας είναι εύκολο, ενώ αυτοί είναι πολλοί και διάφοροι και είναι
πιο δύσκολο να διαφύγουν· αλλά η γέφυρα θα ανατιναχθεί το πρωί.
«Αφού
είναι να γίνει μέρα θα γίνει μέρα» είπε
ο γερο-αντάρτης, «αλλά η διαφυγή θα είναι πολύ δύσκολη, αυτό με απασχολεί κι
αυτό σου εξήγησα».
Φεύγοντας η γυναίκα
έμεινε πιο πίσω να πει δυο κουβέντες με τον γέρο:
«Εντάξει της είπε
αυτός, αλλά σκέπτομαι» «Κι εγώ» απάντησε εκείνη.
Από το κεφάλαιο 18.
Την
νύχτα πριν την επίθεση περιμένοντας την Maria να έρθει δίπλα του τού
ήρθε στο μυαλό η φρίκη εκείνης της μέρας· να παρακολουθούν ανήμποροι, κρυμμένοι
στα δέντρα την μαζική επίθεση των φασιστών στο κρησφύγετο του γερο-αντάρτη που
τον είχαν πρόδωσει τα χνάρια στο χίονι των αλόγων που είχε κλέψει· δεν ήθελε όμως
να μπει πάλι στο τρυπάκι ν’ αρχίσει να σκέφτεται ποιοι σκοτώθηκαν και ποιοι θα
σκοτώνονταν για την γέφυρα. Και κανέναν δεν θα άφηνε να τον χώσει σ’ αυτό το
λούκι. Εκτελούσε ξεκάθαρες διαταγές του Ρώσου στρατηγού, που ασχέτως δυσκολιών
και συνεπειών μπορούσαν να διεκπεραιωθούν. Μετά την ανατίναξη της γέφυρας η διαταγή
του ήταν να γυρίσει στο καθορισμένο σημείο ή να μη γυρίσει πίσω καθόλου.
Μετά
ίσως να έπαιρνε κάποια άδεια και να περνούσε δυο μέρες στην Μαδρίτη να ζήσει και
να φάει σαν άνθρωπος. Θα απέφευγε μέρη που ήταν οι ξένοι ανταποκριτές γιατί δεν
ήθελε να τους πει τίποτα. Θα πήγαινε όμως να βρει τον ανταποκριτή την Πράβδα
τον Karkov, στο Gaylord’s, το ξενοδοχείο που είχαν
επιτάξει οι Ρώσοι. Είχε να του πει συγκλονιστική ιστορία αυτήν την φορά. Στον
ίδιο δεν άρεσε να μένει στο Gaylord’s, τον ενοχλούσε τόση χλιδή και καλοπέραση σε
μια πολιορκημένη πόλη. Αλλά πάλι- σκέφτηκε- ποιος δεν δικαιούταν λίγη ανάπαυση
και λίγο καλό φαί και ποτό μετά από τόσα που ζούσαν; Φαίνεται, σκέφτηκε, ότι τον είχε διαφθείρει η
παρέα μαζί τους γιατί ούτε ο κυνισμός
τους τον ενοχλούσε πια· ποιος κυνισμός, αυτο που του φαινόταν ‘κυνισμός’ στην
αρχή δεν ήταν η αλήθεια που δεν ήθελε να δει;
Την Maria όμως, που την περίμενε τώρα να
έρθει για να τον ζεστάνει με τον έρωτά της, την Maria θα την έπαιρνε μαζί του στην
Μαδρίτη, μαζί του στο δωμάτιό του στο Florida Hotel. Μετά θα την παντρευόταν· μαζί
του για πάντα.
Ch. 11
“Because of our mobility and because we did not have
to stay afterwards to take the punishment we never knew how anything really
ended, he thought. You stayed with a peasant and his family. You came at night
and ate with them. In the day you were hidden and the next night you were gone.
You did your job and cleared out. The next time you came that way you heard
that they had been shot. It was as simple as that. But you were always gone
when it happened. The partizans did their damage and pulled out. The peasants
stayed and took the punishment.
This was no way
to think; but who censored his thinking? Nobody but himself. He would not think
himself into any defeatism. The first thing was to win the war. If we did not
win the war everything was lost. But he noticed, and listened to, and remembered
everything. He was serving in a war and he gave absolute loyalty and as complete
a performance as he could give while he was serving. But nobody owned his mind,
nor his faculties for seeing and hearing, and if he were going to form
judgments he would form them afterwards. And there would be plenty of material
to draw them from. There was plenty already. There was a little too much
sometimes”
….
“ When blow bridge?"
"Day after tomorrow morning."
"Good," said El Sordo.
"Pablo?" he asked Pilar.
She
shook her head. El Sordo grinned.…
El Sordo shook his head and took a sip of
the whiskey. "You want of me?"
"How many men have you?"
"Eight."
"To
cut the telephone, attack the post at the house of the road-menders, take it,
and fall back on the bridge…“You could not
cut out and steal eight horses?""
"It is easy."
"It
will all be written out."
"Don't
trouble. And Pablo?"
….
"And
afterwards for the retreat?" Pilar asked….
"Live
in and die in," Pilar said. "I can see the end of it well enough. I
like thee, Ingles, but keep thy mouth off of what we must do when thy business
is finished."…
"You
see," Sordo said. "In that there is no problem. But to leave
afterward and get out of this country in daylight presents a grave
problem."
"Clearly," said Robert Jordan.
"I have thought of it. It is daylight for me also."
"But you are one," El Sordo
said. "We are various."
"There
is the possibility of returning to the camps and leaving from there at
dark, Pilar said, putting the glass
to her lips and then lowering it.
"That
is very dangerous, too," El Sordo explained. "That is perhaps even
more dangerous."
"I can see how it would be," Robert
Jordan said.
"To do the bridge in the night would be easy," El Sordo said.
"Since you make the condition that it must be done at daylight, it brings
grave consequences."
"I know it."
"You could not do it at night?"
"I would be shot for it."
"It is
very possible we will all be shot for it if you do it in the daytime."
"For me myself that is less
important once the bridge is blown," Robert Jordan said. "But I see your viewpoint. You cannot
work out a retreat for daylight?"
"Certainly," El Sordo said.
"We will work out such a retreat. But I explain to you why one is
preoccupied and why one is irritated. You speak of going to Gredos as though it
were a military manoeuvre to be accomplished. To arrive at Gredos would be a
miracle." Robert Jordan said nothing.
"Listen to me," the deaf man said. "I am speaking much. But it
is so we may understand one another. We exist here by a miracle. By a miracle
of laziness and stupidity of the fascists which they will remedy in time. Of
course we are very careful and we make no disturbance in these hills."
"I know."
"But now, with this, we must go.
We must think much about the manner of our
going."
"Clearly."….
"I appreciate your aid and your loyalty," Robert Jordan said. "I
appreciate the difficulty caused by the timing of the blowing of the
bridge."
"Don't
talk of that," El Sordo said. "We are here to do what we can do. But
this is complicated."
"And on paper very simple,"
Robert Jordan grinned. "On paper the bridge is blown at the moment the
attack starts in order that nothing shall come up the road. It is very
simple."
"That
they should let us do something on paper," El Sordo said. "That we should
conceive and execute something on paper."
"Paper bleeds little,"
Robert Jordan quoted the proverb.
"But
it is very useful," Pilar said. "Es muy util. What I would like to do
is use thy orders for that purpose."
"Me too," said Robert Jordan. "But you could never win a war
like that."
"No,"
the big woman said. "I suppose not. But do you know what I would
like?"
"To
go to the Republic," El Sordo said. He had put his good ear close to her
as she spoke. "Ya iras, mujer. Let us win this and it will all be
Republic."
"All right," Pilar said. ….
As they had left him, Pilar had said to him,
"Well, Santiago?" "Well, nothing, woman," the deaf
man said. "It is all right. But I am thinking."
"Me, too," Pilar had said
Ch 18, p. 227 - 229
…. Robert Jordan thought. It is
when the damned wheel comes down that it
gets you. But I am off that wheel, he thought. And nobody is going to get me
onto it again. Two days ago I never knew that Pilar, Pablo nor the rest existed,
he thought. There was no such thing as Maria in the world. It was certainly a
much simpler world. I had instructions from Golz that were perfectly clear and
seemed perfectly possible to carry out although they presented certain
difficuldes and involved certain consequences. After we blew the bridge I
expected either to get back to the Hnes or not get back and if we got back I
was going to ask for some time in Madrid. No one has any leave in this war but
I am sure I could get two or three days in Madrid.
In Madrid I wanted to buy some books, to go to
the Florida Hotel and get a room and to have a hot bath, he thought. I was
going to send Luis the porter out for a bottle of absinthe if he could locate
one at the Mantequerias Leonesas or at any of the places off the Gran Via and I
was going to lie in bed and read after the bath and drink a couple of absinthes
and then I was going to call up Gaylord’s and see if I could come up there and
eat.
He did not want to eat at the Gran Via because
the food was no good really and you had to get there on time or whatever there
was of it would be gone. Also there were too many newspaper men there he knew
and he did not want to have to keep his mouth shut. He wanted to drink the
absinthes and to feel like talking and then go up to Gaylord’s and eat with
Karkov, where they had good food and real beer, and find out what was going on
in the war.
He had not liked Gaylord’s, the hotel in Madrid
the Russians had taken over, when he first went there because it seemed too
luxurious and the food was too good for a besieged city and the talk too
cynical for a war. But I corrupted very easily, he
thought. Why should you not have as good food as could be organized when you came back from something like this.? And the talk that he had thought of as cynicism when he had first heard it had turned out to be much too true. This will be something to tell at Gaylord’s, he thought, when this is over. Yes, when this is over.
Could you take Maria to Gaylord’s? No. You
couldn’t. But you could leave her in the hotel and she could take a hot bath
and be there when you came back from Gaylord’s. Yes, you could do that and
after you had told Karkov about her, you could bring her later because they
would be curious about her and want to see her.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου