Διάλογος Σωκράτη Πρωταγόρα στον Άδη
Τελειώνοντας
κίνησε να προχωρεί στα άδυτα του Άδη· αχνές σκιές πλησίαζαν κι έφευγαν πάλι
πίσω, μέχρι που μέσα στο ζοφερό σκοτάδι ξεχώρισε μια επιβλητική φιγούρα να τον
πλησιάζει σαν να τον έψαχνε από ώρα. Με δυσκολία τον γνώρισε, ήταν ο Πρωταγόρας
ο σοφιστής που του μίλησε με λόγια συμπάθειας:
-Σωκράτη, είναι
αλήθεια ότι σε βρήκε άδοξος θάνατος γιατί σε συκοφάντησαν κι εσένα άχρηστοι
άνθρωποι;
- Αλήθεια είναι.
Με κατηγόρησαν ότι ήμουν, λέει, άθεος, έφερνα καινά δαιμόνια και διέφθειρα τους
νέους. Γελοίες κατηγορίες, γιατί, όπως είπα στους Αθηναίους στην Απολογία μου,
δεν μπορεί κάποιος που δεν πιστεύει στους θεούς να εισάγει νέους θεούς καθώς επίσης
δεν μπορεί να εκπαιδεύει τους νέους στο
κακό που, αν επικρατήσει στην πόλη, θα
αφανίσει και τον ίδιο.
Στην πραγματικότητα με σκότωσε το μίσος των
Αθηναίων πάνω στο οποίο βρήκαν πρόσφορο έδαφος οι συκοφαντίες των κατηγόρων
μου. Με μισούσαν γιατί με τις ερωτήσεις που έκανα σε δήθεν σοφούς πολίτες
αποδείκνυα στους ίδιους και στους άλλους ότι δεν ήξεραν τίποτα καλό και σωστό,
παρόλο που είχαν την φήμη του σπουδαίου. Και εκτός απ’ αυτούς με μισούσαν και οι
άλλοι που ήταν μαζί τους, γιατί τολμούσα να αμφισβητώ αυτούς που θαύμαζαν. Εγώ
όμως δεν έδινα σημασία στο μίσος τους, αντίθετα μάλιστα μέσα μου χαιρόμουν που
έβγαινε σωστός ο χρησμός του Απόλλωνα που είχε πει ότι ήμουν ο σοφότερος
άνθρωπος· εγώ τουλάχιστον είχα επίγνωση ότι δεν ξέρω τίποτα, ενώ οι άλλοι
νόμιζαν ότι ξέρουν χωρίς να ξέρουν, άρα ήμουν σοφότερος.
Και, όπως τους
είπα στο δικαστήριο, αν το αντάλλαγμα για να ζήσω ήταν να πάψω να μιλάω, τότε
ευχαρίστως θα διάλεγα το θάνατο.
-Περίεργη Απολογία
φαίνεται ότι έκανες, Σωκράτη, και λυπάμαι που δεν ήμουν εκεί να τους βλέπω όσο
σε άκουγαν.
-Έχεις δίκιο. Αλλά
νομίζω πως ό, τι κι αν έλεγα το είχαν πάρει απόφαση να μου κλείσουν το στόμα.
Η αιτία ήταν πολιτική. Κάποιοι θα σκεφτούν ότι τάχα δεν μου συγχωρούσαν το
γεγονός πως τους αδίκησαν μαθητές μου, όπως ο Αλκιβιάδης, ο Χαρμίδης και ο
Κριτίας. Λάθος. Με είχαν βάλει στο μάτι οι δημαγωγοί γιατί προσπάθησα να σταθώ
εμπόδιο στην ανήθικη δημαγωγία τους, όταν τους είπα στην εκκλησία ότι τα
ψηφίσματα του λαού που αποσπούσαν με ψέματα και κολακείες δεν μπορούν να έχουν
μεγαλύτερη ισχύ από τον νόμο, γιατί αυτό αποτελεί παρέκκλιση και διαφθορά της
δημοκρατίας.
- Με στενοχωρούν
αλλά δεν με ξαφνιάζουν, Σωκράτη, τα λόγια σου. Μίσος και πολιτική ήταν, όπως
ξέρεις, οι λόγοι της δίωξης πολλών ανδρών. Εσένα σε σκότωσαν οι
αυτοαποκαλούμενοι δημοκρατικοί, εμένα με μισούσαν και με καταδίωξαν οι
ολιγαρχικοί που έβαλαν κάποιον ασήμαντο να με κατηγορήσει για αθεΐα και ασέβεια
κι έκαψαν τα βιβλία μου στην αγορά.
Δυστυχώς, η
δημοκρατία που στηριζόταν στον νόμο και στην
πολιτική αρετή, η ελευθερία, η ισονομία, η αξιοκρατία και η αριστεία έλαμψαν
για λίγο στην Αθήνα για να τις μάθουν οι άνθρωποι και να τις μνημονεύουν για
πάντα· αλλά ήταν μοιραίο να σβήσουν, γιατί δεν τις θέλουν οι μέτριοι, οι ανάξιοι και οι κακοί που είναι οι
περισσότεροι.
Εγώ όμως, Σωκράτη,
όταν με κατηγόρησαν, έφυγα για να μη δώσω στους άχρηστους και τους κακούς τη
χαρά να μ’ εξοντώσουν. Και δεν μετανιώνω. Εσύ γιατί δεν έφυγες;
-Αυτό, Πρωταγόρα,
δεν θα το έκανα ποτέ, όπως εξήγησα και στον Κρίτωνα που ήθελε να με φυγαδεύσει
από την φυλακή. Για μένα δεν έχει σημασία πώς είναι και πώς λειτουργεί η
δημοκρατία, αλλά πώς πρέπει να είναι και πώς πρέπει να λειτουργεί. Τι θα
απαντούσα στους Νόμους αν την ώρα που έφευγα στέκονταν μπροστά μου αυστηροί και
μου έλεγαν «Σωκράτη, πες µας, τι έχεις κατά νου να κάνεις; ∆εν σκέπτεσαι πως µε
αυτή την φυγή σου καταργείς εµάς και όλη την Πολιτεία; Ή νομίζεις πως είναι δυνατόν να σταθεί ορθή
µια Πολιτεία και να µην ανατραπεί, εκεί όπου οι αποφάσεις των δικαστηρίων δεν
έχουν κανένα κύρος; Εσύ δεν ήσουν που δίδασκες ότι τίποτα δεν πρέπει να
λογαριάσει κανείς εµπρός στο δίκαιο; Εσύ δεν δίδασκες ότι ακόμη και όταν αδικείται κάποιος δεν πρέπει να ανταποδίδει
το άδικο, γιατί δεν πρέπει µε κανένα τρόπο να αδικεί;»
-Μα εσύ, Σωκράτη,
φεύγοντας δεν θα διέπραττες αδικία, το αντίθετο μάλιστα θα εμπόδιζες να
διαπραχθεί μια φρικτή αδικία. Όπως σου
είχα πει πριν πολλά χρόνια, όταν μιλούσαμε για
την αρετή στο σπίτι του Καλλία, πρέπει να τιμωρείται με τις έσχατες
ποινές μόνο αυτός που δεν θέλει να διδαχθεί την αρετή και συνειδητά δεν την
ασκεί και δεν την επιδιώκει. Εσύ όμως ήσουν ο ίδιος πάντοτε ενάρετος και
δίδασκες και σε άλλους την αρετή, άρα με κανένα τρόπο η πολιτεία δεν έπρεπε να
σου επιβάλει την ποινή του θανάτου και εσύ με κανένα τρόπο δεν έπρεπε να
αφήσεις την κοινωνία και την πολιτεία να κάνουν τέτοιο έγκλημα.
- Λέμε διαφορετικά
πράγματα, Πρωταγόρα. Εγώ σου λέω ότι δεν μπορούσα να αδικήσω και αδικώντας να
αναιρέσω την ισχύ των Νόμων της πόλης και συ μου λες ότι έπρεπε να αδικήσω τους
Νόμους επειδή με αδίκησαν ανάξιοι άνθρωποι.
Και παραβλέπεις ότι περιφρονώντας τους Νόμους θα έδινα την δυνατότητα σ’
αυτούς τους ανάξιους όχι να εξοντώσουν έναν γέρο άνθρωπο, αλλά να αποδυναμώσουν
τους ίδιους τους Νόμους.
-Δηλαδή, Σωκράτη,
θέλεις να με κάνεις να παραδεχτώ ότι έκανες πιο ισχυρούς τους Νόμους αφήνοντας
να νικήσει η αδικία; Σκέψου μόνο αυτό που λέει ο Πυθαγόρας, ότι το κακό
βρίσκεται στην ίδια συστοιχία με το άπειρο και το σκότος, πολλαπλασιάζεται και
μαυρίζει τον κόσμο. Η καταδίκη σου δεν θα είναι η τελευταία αδικία απέναντι
στους ανθρώπους της αλήθειας και της αρετής, απέναντι στην ίδια την αρετή. Θα
είναι ορόσημο και αρχή.
Έτσι είπε και
σώπασε. Κι ο Σωκράτης έμεινε κι αυτός σιωπηλός. Αυτά που είπε ο σοφιστής
κλωθογύριζαν στη σκέψη του μαζί με όσα έλεγε στους φίλους του στην φυλακή λίγο
πριν πεθάνει, ότι μένοντας πιστός στους Νόμους της πόλης δεν θα φοβηθεί να
σταθεί μπροστά στους αδελφούς τους, τους
φοβερούς Νόμους του κάτω κόσμου. Και ξαφνικά απόρησε που δε
τον είχαν ακόμη καλέσει. Πήγε να ρωτήσει τον Πρωταγόρα, αλλά αυτός είχε
χαθεί μέσα στο Έρεβος που σκέπαζε σιγά-σιγά και τον ίδιο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου